- ἐτυμηγόρος
- ἐτυμ-ηγόρος, u. ἐτυμη-θρόος, wahr redend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ετυμηγόρος — ἐτυμηγόρος, ον (Α) αυτὸς που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + αγόρος (< αγορεύω), πρβλ. δημ ηγόρος το η λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ἐτυμηγόρον — ἐτυμηγόρος speaking truth masc/fem acc sg ἐτυμηγόρος speaking truth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετυμηγορία — η (Α ἐτυμηγορία) [ετυμηγόρος] νεοελλ. 1. (νομ.) η απόφαση κάθε δικαστηρίου, αλλά κυρίως τού ορκωτού («η ετυμηγορία τών ενόρκων») 2. φρ. «η ετυμηγορία τού λαού» η διά τής ψήφου εκφραζόμενη λαϊκή θέληση αρχ. το να λέει κάποιος την αλήθεια, η… … Dictionary of Greek
ετυμηγορώ — ἐτυμηγορῶ έω, (Α) [ετυμηγόρος] 1. λέω την αλήθεια 2. ετυμολογώ, παράγω («ἐτυμηγορῶ ἀπὸ αἰτίας ὄvoμα», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek
ετυμόθρους — ἐτυμόθρους, ουν ( οος, οον) (Α) αυτός που λέει την αλήθεια, ο ετυμηγόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + θρους «θόρυβος, φήμη»] … Dictionary of Greek